Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παπυρεών — ῶνος, ό, Α βλ. παπυρών … Dictionary of Greek
παπυρών — και παπυρεών, ῶνος, ό, Α τόπος κατάφυτος από το φυτό πάπυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάπυρος + κατάλ. (ε)ών (πρβλ. ελαι ών)] … Dictionary of Greek